- ξημέρωμα
- aurore
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ξημέρωμα — το [ξημερώνω] 1. η ανατολή τής ημέρας, αυγή, χαραυγή 2. αγρύπνια μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες 3. (συν. στον πληθ, ως επίρρ.) ξημερώματα με την αυγή («ξημερώματα θα ξεκινήσουμε») 4. φρ. «καλό ξημέρωμα» λέγεται ως χαιρετισμός, αντί καληνύχτα, σε… … Dictionary of Greek
ξημέρωμα — το, ατος 1. ανατολή της ημέρας, αυγή, χαραυγή. 2. αγρυπνία ως το πρωί: Είχαμε ξημερώματα απόψε με το παιδί. 3. φρ., «καλό ξημέρωμα», χαιρετισμός αντί του καληνύχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… … Wikipedia
Nassos Kedrakas — Nasos or Nassos Kedrakas Νάσος Κεδράκας Born November 21, 1915 Trikala Died August 25, 1981 Greece Occupation actor Athanasios (Nassos) Kedrakas (Greek: Νάσος Κεδράκας, November 21, 1915, Trikala August 25, 1981) was a Gre … Wikipedia
Триантафиллу, Соти — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Триантафиллу. Соти Триантафиллу греч. Σώτη Τριανταφύλλου Дата рождения: 1957 год( … Википедия
ακροκνεφής — ἀκροκνεφής, ές (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή συντελείται κατά την αυγή, το ξημέρωμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀκροκνεφές το θαμποχάραμα, το θαμπόφεγγο, το μισόφωτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + κνέφας «πρωινό λυκόφως, αυγή»] … Dictionary of Greek
αξημέρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν τον βρήκε το ξημέρωμα, η αυγή 2. φρ. «αξημέρωτη νύχτα» (υπερβολή) αυτή που έχει μεγάλη διάρκεια ή που φαίνεται μεγάλη λόγω αϋπνίας ή κακής ψυχολογικής κατάστασης ή αδημονίας για κάτι που επιφυλάσσει η επόμενη μέρα 3. (σε… … Dictionary of Greek
εξημέρωμα — (I) και ξημέρωμα, το ο ερχομός τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ημέρα]. (II) το [εξημερώνω] η εξημέρωση … Dictionary of Greek
επιφώσκω — ἐπιφώσκω (Α) 1. πλησιάζω προς το λυκαυγές, προς το ξημέρωμα («σάββατον ἐπέφωσκε», ΚΔ) 2. συντελώ ώστε να εκπέμπει κάτι φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φώσκω] … Dictionary of Greek
λυκαυγής — ές (AM λυκαυγής, ές) 1. αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά 2. το ουδ. ως ουσ. το λυκαυγές το χρονικό διάστημα λίγο πριν από την ανατολή τού ηλίου, καθώς και το διάχυτο φως που υπάρχει στην ατμόσφαιρα αυτή την ώρα («οὐδ ἡμέρα πάνυ… … Dictionary of Greek
λυκοφέγγει — (Μ) αρχίζει να ξημερώνει, χαράζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λύκη «χαραυγή, ξημέρωμα» + φέγγει] … Dictionary of Greek